ὁρατός — ὁρᾱτός , ὁρατός to be seen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορατός — ή, ό αυτός που φαίνεται, που βλέπεται, ο θεατός (αντίθ. αόρατος): Η έκλειψη της Σελήνης θα είναι ορατή στην Ελλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεόρατος — η, ο πολύ μεγάλος ή πολύ ψηλός, υπερμεγέθης, πελώριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + όρατος (< ορώ), πρβλ. α δι όρατος, α όρατος] … Dictionary of Greek
ὁρατά — ὁρατά̱ , ὁρατής beholder masc nom/voc/acc dual ὁρατής beholder masc voc sg ὁρατής beholder masc nom sg (epic) ὁρᾱτά , ὁρατός to be seen neut nom/voc/acc pl ὁρᾱτά̱ , ὁρατός to be seen fem nom/voc/acc dual ὁρᾱτά̱ , ὁρατός to be seen fem nom/voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρατότερον — ὁρᾱτότερον , ὁρατός to be seen adverbial comp ὁρᾱτότερον , ὁρατός to be seen masc acc comp sg ὁρᾱτότερον , ὁρατός to be seen neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άποπτος — ἄποπτος, ον (Α) [οπτός] 1. ορατός από μακριά 2. αυτός που βρίσκεται έξω από το οπτικό πεδίο, πολύ μακριά 3. ο μόλις, με δυσκολία ορατός … Dictionary of Greek
αρίδηλος — ἀρίδηλος, ον (Α) 1. φανερός, ορατός από παντού ή από μακριά 2. σαφής, ολοφάνερος, ξεκάθαρος 3. περιφανής, θαυμαστός αρχ. μσν. επίρρ. ἀριδήλως ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + δήλος «φανερός, ορατός»] … Dictionary of Greek
ευόρατος — εὐόρατος, ον (Α) αυτός που φαίνεται καλά, που βλέπεται σαφώς, ο ορατός, ο εύοπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ορατός (< ορώ)] … Dictionary of Greek
οπτάνομαι — ὀπτάνομαι (ΑΜ) γίνομαι ορατός, οπτάζομαι* αρχ. παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιου, εμφανίζομαι μπρος στα μάτια κάποιου («παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα... δι ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῑς», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (Ι) «ορατός», πιθ. κατά το αἰσθ… … Dictionary of Greek
οπτός — (I) ὀπτός, ή, όν (Α) ορατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οπ (βλ. λ. όπωπα) + κατάλ. τός (πρβλ. μνη τός)]. (II) ή, ό (Α ὀπτός, ή, όν) αυτός που έχει υποστεί όπτηση, ψητός, ψημένος («σῑτός τε κρέα τ ὀπτά», Ομ. Οδ.) νεοελλ. φρ. «οπτή γη» ψημένος πηλός,… … Dictionary of Greek